- περίβληχρος
- περί-βληχρος, sehr schwach
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περίβληχρος — ον, Α 1. πολύ άτονος, αδύνατος, αποχαυνωμένος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περίβληχρον μέχρι ατονίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βληχρός «ήσυχος, άτονος, αδύνατος»] … Dictionary of Greek